instalment
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
pay by instalments: P. ταξάμενος ἀποδιδόναι (Thuc. 3, 70) or κατὰ χρόνους ταξάμενος ἀποδιδόναι (Thuc. 1, 117).
pay by instalments: P. ταξάμενος ἀποδιδόναι (Thuc. 3, 70) or κατὰ χρόνους ταξάμενος ἀποδιδόναι (Thuc. 1, 117).