interrupción
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Spanish > Greek
ἐγκοπή, ἐκκοπή, ἀπόληψις, διάσπασμα, διέκπαυσις, ἀνακοπή, διακοπή, διάλειψις, ἀκινησία, διακωχή, ἀποσύστασις, διανάπαυσις, διανάπαυμα, διάπαυμα, διαστολή, τὸ μὴ ἐνδελεχές