loathing
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. μῖσος, τό, ἔχθρα, ἡ, ἔχθος, τό (Thuc.), V. στύγος, τό, μίσημα, τό.
dislike: P. and V. δυσχέρεια, ἡ, P. ἀηδία, ἡ; see dislike.
odium: P. and V. φθόνος, ὁ, P. τὸ ἐπίφθονον, ἀπέχθεια, ἡ.
object of loathing: V. ἔχθος, τό, μῖσος, τό, μίσημα, τό, στύγος, τό, στύγημα, τό, ἀπέχθημα, τό.
be an object of loathing, v.: P. and V. ἀπεχθάνεσθαι.