τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
service: P. διακονία, ἡ, P. and V. ὑπηρέτημα, τό; see service.
ministration on the sick: P. and V. θεραπεία, ἡ, V. παιδαγωγία, ἡ.
on a god: P. θεραπεία, ἡ, θεράπευμα, τό.