γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
P. and V. παντοῖος, σύμμικτος.
variegated: P. and V. ποικίλος.
a motley crowd: P. συρφετός, ὁ.