negligente
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Spanish > Greek
ἀκηδής, ἀμελής, ἀπρόσοχος, ἀπρόσεκτος, ἀταλαίπωρος, ἀνεπίστατος, ἀσύστροφος, ἀδηνέως
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
ἀκηδής, ἀμελής, ἀπρόσοχος, ἀπρόσεκτος, ἀταλαίπωρος, ἀνεπίστατος, ἀσύστροφος, ἀδηνέως