penitent
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English > Greek (Woodhouse)
adjective
be penitent, v.: P. and V. μεταγιγνώσκειν, P. μετανοεῖν. μεταμέλεσθαι.
I repent: Ar. and P. μεταμέλει μοι.
be penitent, v.: P. and V. μεταγιγνώσκειν, P. μετανοεῖν. μεταμέλεσθαι.
I repent: Ar. and P. μεταμέλει μοι.