presionar
From LSJ
Spanish > Greek
ἐγκαταβαίνω, βιάω, ἐκπιέζω, διαθλίβω, βιάζω, βιάζομαι, ἐμπίπτω, ἀπωθέω, ἐμπιέζομαι, ἐνθλίβω, ἐνερείδω, ἐνοχλέω, ἐκφλίβω, ἐκβιάζομαι
ἐγκαταβαίνω, βιάω, ἐκπιέζω, διαθλίβω, βιάζω, βιάζομαι, ἐμπίπτω, ἀπωθέω, ἐμπιέζομαι, ἐνθλίβω, ἐνερείδω, ἐνοχλέω, ἐκφλίβω, ἐκβιάζομαι