productivo
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
Spanish > Greek
ἐνεργός, ἀλφιτηρός, γεννητικός, ἔμφορος, ἀποτελεσματικός, ἐνεργής, ἀποτελεστικός, αὐξητικός, αὔξιμος, γόνιμος, ἐνάρετος