pájaro carpintero
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Spanish > Greek
δενδροκολάπτης, δενδροκόλαφος, δρυκολάπτης, δρυοκολάπτης, δρυοκόλαψ, δρυοκόπος, δρύοψ, ἴπνη, καλοτύπος, κραυγός, πελεκᾶς, πῖπος, πίπρα, πιπώ