rebelión
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Spanish > Greek
ἀντιλογία, ἀπόνοια, ἀποστασία, ἀπόστασις, ἄρσις, ἀφηνίασις, ἀφηνιασμός, ἐξαυχενισμός, ἐπανάστασις, ἐπισύστασις, κατεξανάστασις, προσερισμός, τυραννίς