ἀφηνιασμός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἀφηνιασμοῦ, ὁ, refusal to obey the reins, Ph.1.311 (pl.): metaph., rebellion, ib.171, al.
Spanish (DGE)
ἀφηνιασμοῦ, ὁ
1 de caballos resistencia a las riendas πρὸς σκιρτήσεις ... καὶ τοὺς συνεχεῖς ἀφηνιασμούς εἰσι μάστιγες Ph.1.311, cf. Plu.2.371b, 451d.
2 de pers. rebelión ὁπότε πλείων ἡ πρὸς τὰ ἐκτὸς ῥύμη καὶ φορὰ σὺν ἀφηνιασμῷ γίνοιτο Ph.1.171.
German (Pape)
[Seite 410] ὁ, das Abstreifen des Zügels, Ungehorsam, Plut. Alex. fort. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ἀφηνιασμοῦ (ὁ) :
rébellion, révolte.
Étymologie: ἀφηνιάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφηνιασμός: ὁ тж. pl. сопротивление, тж. бунт Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηνιασμός: ὁ, ἐπανάστασις, Πλούτ. 2. 371Β· ὡσαύτως ἀφηνίᾰσις, ἡ, Βυζ.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφηνιασμός)
το να αφηνιάζει ένα άλογο, το να μην πειθαρχεί σε χαλινάρι
αρχ.
η ανταρσία.