renovación
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
Spanish > Greek
ἀνακεφαλαίωσις, ἐκνεασμός, ἀνανέωμα, ἀνακαίνισις, ἀνακαίνωσις, ἀνακαινισμός, ἐγκαινισμός, ἀναμόρφωσις, ἀνανέωσις, ἀνάληψις, ἐκπύρωσις