φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
κάρπιμος, κτηματικός, παχύς, πίων, πλούσιος, πλουτογαθής, πολύκτητος, πόριμος