σεμέ

From LSJ
(Redirected from semé)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source

Greek Monolingual

το, Ν
άκλ.
1. είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα
2. εργόχειρο, κέντημα για μικρό τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chemin «οδός, δρόμος» < υστερολατ. camminus].