ἄκοινος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκοινος Medium diacritics: ἄκοινος Low diacritics: άκοινος Capitals: ΑΚΟΙΝΟΣ
Transliteration A: ákoinos Transliteration B: akoinos Transliteration C: akoinos Beta Code: a)/koinos

English (LSJ)

ἄκοινον, not common, Them.Or.11.142a.

Spanish (DGE)

-ον
1 no común, particular ἄ. ... καὶ ἀπόρρητος πρὸς τοὺς πολλοὺς ἡ τῶν ἔργων παρασκευή Them.Or.11.142a.
2 solitario ἄ. ἐν τῷ κοινῷ solitario en (medio de) la comunidad Gr.Naz.M.36.268C
subst. τὸ ἄκοινον = soledad τὸ ἄ. ἐν τῷ κοινῷ Gr.Naz.M.35.724B.

German (Pape)

[Seite 75] nicht gemein, Themist.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκοινος: -ον, ὁ μὴ κοινός, Θεμιστ. Λόγ. 142Α.

Greek Monolingual

ἄκοινος, -ον (Α) κοινός
αυτός που δεν έχει κοινοποιηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός.