εὐεξαπάτητος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
[πᾰ], ον easily deceived, ὑπό τινος Pl.R. 409a, cf. X.Eq.Mag.7.15, Corn.ND 25.
German (Pape)
[Seite 1064] leicht zu betrügen; ὑπο τῶν ἀδί. κων Plat. Rep. III, 409 a; Folgde, Arist. rhet. 2, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à tromper.
Étymologie: εὖ, ἐξαπατάω.
Russian (Dvoretsky)
εὐεξᾰπάτητος: легко поддающийся обману, без труда вводимый в заблуждение (ὑπὸ τῶν ἀδίκων Plat.; εὐεξαπατητότεροι οἱ ἀγαθοί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐεξαπάτητος: -ον, ὁ ῥᾳδίως ἐξαπατώμενος, Πλάτ. Πολ. 409Α, Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐεξαπάτητος, -ον)
αυτός που εξαπατάται εύκολα («εὐεξαπάτητοι ὑπὸ τῶν ἀδίκων», Πλάτ.).
Greek Monotonic
εὐεξαπάτητος: -ον (ἐξαπατάω), αυτός που εξαπατάται εύκολα, σε Πλάτ., Ξεν.
Middle Liddell
εὐ-εξαπάτητος, ον ἐξαπατάω
easily deceived, Plat., Xen.
English (Woodhouse)
credulous, easily deceived, easy to deceive, one easily deceived