trump
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English > Greek (Woodhouse)
substantive
verb transitive
trump up: P. and V. πλάσσειν, P. κατασκευάζειν, συσκευάζειν, συμπλάσσειν, ἐξ ἐπιβουλῆς συντιθέναι; see concoct.
trump up cases: Ar. δικορραφεῖν.
trumping up a petty charge and accusation: V. ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν τ' ἑτοιμάσας (Sophocles, Trachiniae 361).