veelkleurig
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Dutch > Greek
πολυποίκιλος, εὐποίκιλος, παναίολος, ποικίλος, ποικιλόχροος, ποικιλόχρους, πολύχροον, πολύχροος, πολύχρους, πολυχρώματος, πολύχρωμος, πουλύχροος