voorbereiden
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
Dutch > Greek
ἀλεγύνω, διασκευάζω, παραρτέομαι, παραρτίζομαι, παρασκευάζω, πένομαι, πορσύ́νω, προετοιμάζω, προκατεργάζομαι, προμηχανάομαι, προοδοποιέω, προπαρασκευάζω, συσκευάζω