Ίωνες

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

οἱ (Α Ἴωνες)
1. ένα από τα πρώτα ελληνικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη 2η π.Χ. χιλιετία
2. οι κάτοικοι της Ιωνίας, της περιοχής τών δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας που εποικίστηκε από τους Έλληνες κατά την 1η π.Χ. χιλιετία
3. οι ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τα αιγυπτ. jwn(n)', εβρ. jāwān, αρχ. περσ. yauna οδηγούν στην παραγωγή του τ. Ἴωνες < IāFoνες ( IάFoνες > Ιάονες, με σίγηση του F, > Ἰῶνες, με συναίρεση, > Ἴωνες, με αναβιβασμό του τόνου) του οποίου όμως η προέλευση είναι άγνωστη, καίτοι επιβεβαιώνεται από τον μυκηναϊκό τ. Iāwones. Ο τ. Ἴωνες έχει επικό τ. Ἰάονες
οι τ. του ενικού Ἴων, Ιάων είναι σπάνιοι.
ΠΑΡ. ιωνικός
αρχ.
Ιάς, ιωνίζω, ιώνιος, ιωνίς, ιωνίσκος].