Αρκτεία

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

η (Α)
έθιμο συνδεδεμένο με τη λατρεία της Αρτέμιδος στη Βραυρώνα, τη Μουνιχία, στο Βραυρώνιο Ιερό της αθηναϊκής Ακρόπολης και στη Λήμνο, σύμφωνα με το οποίο «άρκτοι», κοριτσάκια 5-10 ετών, μετείχαν στην πομπή προς το ιερό της θεάς και παρευρίσκονταν στη θυσία κατσίκας.