Κυανοψιών

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυανοψιών Medium diacritics: Κυανοψιών Low diacritics: Κυανοψιών Capitals: ΚΥΑΝΟΨΙΩΝ
Transliteration A: Kyanopsiṓn Transliteration B: Kyanopsiōn Transliteration C: Kyanopsion Beta Code: *kuanoyiw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, name of month in Ceos, Ath.Mitt.49.138 (iv B.C.); at Cyzicus, GDI5703:—also Κυανεψιών IGRom.4.157; cf. Πυανοψιών.

Greek Monolingual

Κυανοψιών, -ωνος, ὁ (Α)
ονομασία μήνα στην Κέα και στην Κύζικο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άλλος τ. του Πυανοψιών].