Κυκλοβόρος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυκλοβόρος Medium diacritics: Κυκλοβόρος Low diacritics: Κυκλοβόρος Capitals: ΚΥΚΛΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: Kyklobóros Transliteration B: Kykloboros Transliteration C: Kyklovoros Beta Code: *kuklobo/ros

English (LSJ)

ὁ, torrent in Attica, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Id.Eq.137; ᾤμην δ' ἔγωγε τὸν K. κατιέναι Id.Fr.636.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cycloborus, torrent de l'Attique.
Étymologie: κύκλος, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

Κυκλοβόρος: ὁ Киклобор, «Пожирающий все вокруг» (бурный поток в Аттике): Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Arph. имеющий голос Киклобора, т. е. ревущий как Киклобор.

Greek (Liddell-Scott)

Κυκλοβόρος: ὁ, χαράδρα, χείμαρρος ἐν Ἀττικῇ ῥέων μετὰ πολλοῦ ψόφου, κεκράκτης, Κυκλοβόρου φωνὴν ἔχων Ἀριστοφ. Ἱππ. 137· ᾤμην δ’ ἔγωγε τὸν Κ. κατιέναι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 539· ἴδε ἐν λέξ. χαράδρα. (Πιθ. ἐκ √ΒΟΡ, βιβρώσκω).

Greek Monotonic

Κυκλοβόρος: -ου, ὁ (βι-βρώσκω)· Κυκλόβορος, χείμαρρος στην Αττική, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Κυκλο-βόρος, ου, βιβρώσκω
Cycloborus, a torrent in Attica, Ar.