ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
ο
στον πληθ. οι Κόπτες
ονομασία που δόθηκε στους μονοφυσίτες χριστιανούς της Αιγύπτου ή της Αιθιοπίας οι οποίοι ανήκουν στην Κοπτική Εκκλησία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αραβ. qubt, εξαραβισμένη παραφθορά του αρχ. ελλ. Αιγύπτιος].