Λαυρειωτικός
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ή, όν, of Mt. Laurium
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
réc. Λαυριωτικός;
de Laurion ; ἡ Λαυριωτική le territoire de Laurion.
Étymologie: Λαύριον.