Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
ίδος
adj. f.
c. Παρνάσιος.
ἡ, Α
παρνασιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Παρνασ(σ)ός + κατάλ. -ίς (πρβλ. Παγασίς)].
Παρνᾱσίς: ион. Παρνησίς, ίδος (ῐδ) Pind., Aesch. = Παρνασιάς.