Περσείδης

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Περσείδης Medium diacritics: Περσείδης Low diacritics: Περσείδης Capitals: ΠΕΡΣΕΙΔΗΣ
Transliteration A: Perseídēs Transliteration B: Perseidēs Transliteration C: Perseidis Beta Code: *persei/dhs

English (LSJ)

ου, ὁ, v. Περσεύς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils ou descendant de Persée ; οἱ Περσεῖδαι, les Perséides ou descendants de Persée.
Étymologie: Περσεύς et Πέρσης.

Greek Monolingual

και Περσηϊάδης, ὁ, Α
αυτός που κατάγεται από τον Περσέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Περσεύς, -έος / -ῆος + πατρωνυμική κατάλ. -ίδης / -ιάδης (πρβλ. Πηλεΐδης)].

Russian (Dvoretsky)

Περσείδης: ου ὁ Περσεύς и Πέρσης I] (ион. dat. pl. Περσεΐδῃσι) сын или потомок Персея Her., Thuc., Xen.