Τιτανίς

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τῑτανίς Medium diacritics: Τιτανίς Low diacritics: Τιτανίς Capitals: ΤΙΤΑΝΙΣ
Transliteration A: Titanís Transliteration B: Titanis Transliteration C: Titanis Beta Code: *titani/s

English (LSJ)

Ion. Τιτηνίς, ίδος, ἡ, fem. of Τιτάν, Τ. Θέμις A.Pr.874; Τ. Φοίβη Id.Eu.6, cf. E.Hel.382 (lyr.); Τ. Τηθύς Call.Del.17.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
Titanide, sœur ou fille des Titans.
Étymologie: Τιτάν.

Russian (Dvoretsky)

Τῑτᾱνίς: ίδος ἡ Титанида (сестра или дочь Титана) Aesch., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

Τῑτᾱνίς: Ἰων. Τιτηνίς, ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ Τιτάν, Τιτανίς θέμις Αἰσχύλ. Πρ. 874· Τ. Φοίβη ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 6, πρβλ. Ἑλ. 382. - Καθ’ Ἡσύχ.; «Τιτανὶς γῆ· ἤτοι πᾶσα ἡ γῆ (ἢ) ἡ (Ἀττικὴ) ἀπὸ τῶν κατεχόντων» - προσέτι: «Τιτανίδα· τὴν Εὔβοιαν, παρόσον Βριάρεω(ς) θυγάτηρ ἦν, ἔνιοι δὲ τὴν Ἀσωποῦ φασι».

Greek Monotonic

Τῑτᾱνίς: Ιων. Τιτηνίς, -ίδος, , θηλ. του Τιτάν, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Τῑτᾱνίς, Ionic Τιτηνίς, ίδος, ἡ, [fem. of Τιτάν, Aesch.]