Τιτανίς
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
Ion. Τιτηνίς, ίδος, ἡ, fem. of Τιτάν, Τ. Θέμις A.Pr.874; Τ. Φοίβη Id.Eu.6, cf. E.Hel.382 (lyr.); Τ. Τηθύς Call.Del.17.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
Titanide, sœur ou fille des Titans.
Étymologie: Τιτάν.
Russian (Dvoretsky)
Τῑτᾱνίς: ίδος ἡ Титанида (сестра или дочь Титана) Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Τῑτᾱνίς: Ἰων. Τιτηνίς, ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ Τιτάν, Τιτανίς θέμις Αἰσχύλ. Πρ. 874· Τ. Φοίβη ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 6, πρβλ. Ἑλ. 382. - Καθ’ Ἡσύχ.; «Τιτανὶς γῆ· ἤτοι πᾶσα ἡ γῆ (ἢ) ἡ (Ἀττικὴ) ἀπὸ τῶν κατεχόντων» - προσέτι: «Τιτανίδα· τὴν Εὔβοιαν, παρόσον Βριάρεω(ς) θυγάτηρ ἦν, ἔνιοι δὲ τὴν Ἀσωποῦ φασι».
Greek Monotonic
Τῑτᾱνίς: Ιων. Τιτηνίς, -ίδος, ἡ, θηλ. του Τιτάν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
Τῑτᾱνίς, Ionic Τιτηνίς, ίδος, ἡ, [fem. of Τιτάν, Aesch.]