άθεστος

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488

Greek Monolingual

ἄθεστος, -ον (Α)
αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»].