άκεφος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + κέφι.
ΠΑΡ. ακεφιά].