Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άλαλος

From LSJ

Μὴ ‘μβαινε δυστυχοῦντι· κοινὴ γὰρ τύχη → Misero cave insultare: Fors hera omnium est → Verhöhne den im Unglück nicht, es trifft auch dich

Menander, Monostichoi, 356

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλαλος, -ον)
αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός
νεοελλ.
ανόητος, βλάκας, παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λάλος < λαλῶ.
ΠΑΡ. αλαλία
νεοελλ.
αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα].