άλλοθεν
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
ἄλλοθεν επίρρ. (Α)
1. από άλλο μέρος, από αλλού
2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία
3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο
«ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος
«ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο μέρος
«οὐδαμόθεν ἄλλοθεν», από κανένα άλλο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος (πρβλ. και ἀλλο-] + επιρρ. κατάλ. -θεν].