Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
-η, -ο (Α ἄλυχνος, -ον) λύχνοςαυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστοςνεοελλ.ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος.