άπραγος

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπραγος, -ον) πράττω
αδρανής, νωθρός
νεοελλ.
1. άπειρος, αδαής
2. αυτός που δεν κατορθώνει να φέρει κάτι σε πέρας.