άτροπος
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄτροπος, -ον)
αυτός που δεν έχει καλούς τρόπους, που συμπεριφέρεται με απρέπεια
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών με κυριότερο είδος την Atropa belladonna (μπελαντόνα), που περιέχει πολύτιμες φαρμακευτικές ουσίες
αρχ.
1. αμετάτρεπτος, αμετάβλητος
2. άκαμπτος, αδυσώπητος
3. (για γη) ακαλλιέργητος
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἄτροπος
η μία από τις τρεις Μοίρες
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἄτρεπτα
το πεπρωμένο.