άφθαστος
Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art
Greek Monolingual
και άφταστος, -η, -ο
1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του
2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο»)
3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος
4. απλησίαστος, απρόσιτος
5. (για φάρμακο) αποτελεσματικός («άφταστο γιατρικό»)
6. απαράμιλλος
7. όποιος δεν έφθασε ακόμη («άφταστο γράμμα»)
8. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη φτάσει.
Translations
unreachable
Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz