άφθαστος

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

και άφταστος, -η, -ο
1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να φθάσει ή να προλάβει κανείς λόγω της ταχύτητάς του
2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φθάσει λόγω του ύψους («άστρο άφταστο»)
3. (για καρπούς που μαζεύονται με τα χέρια) ο αμάζευτος
4. απλησίαστος, απρόσιτος
5. (για φάρμακο) αποτελεσματικός («άφταστο γιατρικό»)
6. απαράμιλλος
7. όποιος δεν έφθασε ακόμη («άφταστο γράμμα»)
8. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη φτάσει.

Translations

unreachable

Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz