έγερση
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
η (AM ἔγερσις)
1. αφύπνιση, το ξύπνημα, το να σηκωθεί κανείς από τον ύπνο
2. η ανάσταση
(αρχ.- μσν.) ανέγερση, οικοδόμηση
αρχ.
ανάρρωση.