έγερση

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

η (AM ἔγερσις)
1. αφύπνιση, το ξύπνημα, το να σηκωθεί κανείς από τον ύπνο
2. η ανάσταση
(αρχ.- μσν.) ανέγερση, οικοδόμηση
αρχ.
ανάρρωση.