έγκυρος

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει κύρος, αξιόπιστος, αυθεντικός («έγκυρες πληροφορίες»)
2. αυτός που έχει νομική ισχύ («έγκυρη διαθήκη»).