έγχυμα

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

το (AM ἔγχυμα)
(για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανο
αρχ.
(για δοχείο)
1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο
2. είδος γλυκίσματος.