αήττητος
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀήττητος και ἀήσσητος -ον) ἡττῶμαι
αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί, ανίκητος, ακατάβλητος, ακαταμάχητος.