αγάς

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

ο (Μ ἀγάς)
τίτλος Τούρκου αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής
νεοελλ.
μτφ.
1. δεσποτικός, τύραννος
2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. aga (= διοικητής)].