αγείτων

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source

Greek Monolingual

ἀγείτων (-ονος), -ον (Α
γείτων
αυτός που δεν έχει γείτονες, έρημος.