αγιογράφος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
Greek Monolingual
ο
αυτός που ζωγραφίζει εικόνες αγίων ή απεικονίζει χριστιανικά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + γράφω.