αγιογράφος

From LSJ

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που ζωγραφίζει εικόνες αγίων ή απεικονίζει χριστιανικά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + γράφω.