αγκυρώνω

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source

Greek Monolingual

ορμίζω το πλοίο ρίχνοντας στη θάλασσα την άγκυρα, αράζω, αγκυροβολώ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγκυρα.
ΠΑΡ. αγκύρωση].