Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
-ή, -ό1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο2. ο ορατός από παντού, περίοπτος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. -ερός].