αγναντερός

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για τόπο) αυτός από τον οποίο μπορεί κανείς να επισκοπεί τον χώρο
2. ο ορατός από παντού, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επίρρ. αγνάντια + παραγ. κατάλ. -ερός].