Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
ο1. ως ουσ. ο ξαφνικός ή βίαιος θάνατος2. ως επίθ. αυτός που πέθανε πριν την ώρα του.