αγουροθάνατος

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ο
1. ως ουσ. ο ξαφνικός ή βίαιος θάνατος
2. ως επίθ. αυτός που πέθανε πριν την ώρα του.