αγριωπός

From LSJ

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀγριωπός, -όν)
αυτός που φαίνεται άγριος στην όψη, ο κάπως άγριος, βλοσυρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + ὤψ].