αγχιβαθής

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202

Greek Monolingual

ἀγχιβαθής, -ές (Α)
1. λέγεται για τη θάλασσα που είναι βαθιά μέχρι και την ακτή
2. βαθύς, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + βάθος.