αδενοπάθεια

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

η Ιατρ.
κοινή ονομασία της τραχειοβρογχικής αδενίτιδας (διόγκωση των λεμφαδένων γύρω από την τραχεία και στις πύλες των πνευμόνων), συνήθως φυματιώδους προελεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ἀδ-ήν, -ένος + -πάθεια, πρβλ. αγγλ. adenopathy].